- παλάμη
- (I)και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη)1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα2. το χέρι («παλάμη δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.)νεοελλ.1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση με το 1/100 τού τετραγωνικού μέτρου και μονάδα όγκου ίση με το 1/1000 τού κυβικού μέτρου2. ναυτ. εργαλείο που χρησιμεύει ως δακτυλήθρα για το ράψιμο τών πανιών τού πλοίου, βαρδαμάνααρχ.1. μονάδα μήκους ισοδύναμη με 10, 16 εκατοστόμετρα2. βίαιη πράξη3. έργο τέχνης4. (κατ' επέκτ.) η τέχνη5. μτφ. (με θετ. και αρνητική σημ.) επινόημα, τέχνασμα6. φρ. «πυριγενὴς παλάμη» — το ξίφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παλάμη πρέπει να ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel-ә2- «πιάτο, ευρύς, απλώνω» (πρβλ. παλαστή, πέλαγος, πελανός, πιθ. πλάσσω, πλάξ) και εμφανίζει κατάλ. -μη (πρβλ. δραχ-μή, πυγ-μή). Η λ. αντιστοιχεί με τα: λατ. palma «παλάμη», αρχ. άνω γερμ. folma, αρχ. αγγλ. folm, αγγλ. palm. Παρλλ. προς το θηλ. παλάμη πρέπει να υποτεθεί η ύπαρξη ενός ουδ. ουσ. με θ. σε n *πάλαμα (πρβλ. γνώμη: γνῶμα, μνήμη: μνῆμα), στο οποίο οδηγούν τα συνθ. τού τ. ἀ-πάλαμνος και το επίθ. παλαμναῖος (πρβλ. ἀτέραμνος* < ἀ- + *τεραμα). Η λ. παλάμη δηλώνει την παλάμη, το χέρι που δρα, που ενεργεί, και χρησιμοποιείται μετωνυμικώς για τις σημ. «δύναμη, ικανότητα» και ιδιαίτερα αναφορικά προς τις ευεργετικές ή καταστρεπτικές ενέργειες τών θεών. Η λ., τέλος, διακρίνεται από τη λ. χείρ «χέρι», η οποία, όμως, χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μτφ. τη δύναμη].————————(II)ηναυτ. μίγμα από πίσσα, λίπος και θειάφι με το οποίο επαλείφουν συνήθως τα ύφαλα τών ξύλινων πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παλαμάρω* (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.